ιαμβειον

ιαμβειον
    ἰαμβεῖον
    τό
    1) ямбический размер
    

(μάλιστα λεκτικὸν τῶν μέτρων ἰ. ἐστιν Arst.)

    2) ямб, ямбический стих Arph., Arst., Plut.
    

κατὰ τὸ Αίσχύλου ἰ. Plat. — как сказано в ямбических стихах у Эсхила

    3) pl. ἰαμβεία ямбические стихи, ямбическая поэма Arst., Luc., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιαμβειον" в других словарях:

  • ἰαμβεῖον — ἰαμβεῖος iambic masc/fem acc sg ἰαμβεῖος iambic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιαμβείος — ο (Α ἰαμβεῑος, ον) [ίαμβος] το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν) ο ιαμβικός στίχος αρχ. 1. ιαμβικός («ἰαμβεῑον... μέτρον», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῑον το ιαμβικό μέτρο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῑα τα ιαμβικά ποιήματα …   Dictionary of Greek

  • μακροϊαμβείον — μακροϊαμβεῑον, τὸ (Α) μεγάλος, πολυσύλλαβος ιαμβικός στίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἰαμβεῖον (< ἰαμβεῖος < ἴαμβος)] …   Dictionary of Greek

  • στιχομυθώ — έω, Α διαλέγομαι με στίχους («στιχομυθεῑν δὲ ἔλεγον, τὸ παρ ἔν ἰαμβεῑον ἀντιλέγειν καὶ τὸ πρᾱγμα στιχομυθίαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μυθῶ (< μῦθος «λόγος»), πρβλ. ἀερο μυθῶ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»